ακρότατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακρότατος η ακρότατη το ακρότατο
      γενική του ακρότατου της ακρότατης του ακρότατου
    αιτιατική τον ακρότατο την ακρότατη το ακρότατο
     κλητική ακρότατε ακρότατη ακρότατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακρότατοι οι ακρότατες τα ακρότατα
      γενική των ακρότατων των ακρότατων των ακρότατων
    αιτιατική τους ακρότατους τις ακρότατες τα ακρότατα
     κλητική ακρότατοι ακρότατες ακρότατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακρότατος < υπερθετικός βαθμός του άκρος + -ότατος < αρχαία ελληνική ἀκρότατος

Επίθετο

ακρότατος, -η, -ο

  1. ο ακριανός, που βρίσκεται άκρη άκρη
    φώτα όγκου σύμφωνα με το Ν. 3542/2007 είναι αυτά που τοποθετούνται στα ακρότατα σημεία του πλάτους του ρυμουλκούμενο οχήματος προκειμένου να γίνεται εμφανής η ευκρίνεια του όγκου του
  2. ο έσχατος, ο εξώτατος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.