εσχάτως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εσχάτως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐσχάτως. Συγχρονικά αναλύεται σε έσχατ(ος) + -ως.
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈsxa.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐σχά‐τως
- τονικό παρώνυμο: έσχατος
Πηγές
- έσχατος, εσχάτως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- έσχατος, εσχάτως - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.