εσχατόγηρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εσχατόγηρος οι εσχατόγηροι
      γενική του εσχατόγηρου των εσχατόγηρων
    αιτιατική τον εσχατόγηρο τους εσχατόγηρους
     κλητική εσχατόγηρε εσχατόγηροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εσχατόγηρος < ελληνιστική κοινή ἐσχατόγηρος / ἐσχατόγηρως / ἐσχατογέρων < αρχαία ελληνική ἔσχατος + γῆρας

Ουσιαστικό

εσχατόγηρος αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.