απώτατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απώτατος η απώτατη το απώτατο
      γενική του απώτατου της απώτατης του απώτατου
    αιτιατική τον απώτατο την απώτατη το απώτατο
     κλητική απώτατε απώτατη απώτατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απώτατοι οι απώτατες τα απώτατα
      γενική των απώτατων των απώτατων των απώτατων
    αιτιατική τους απώτατους τις απώτατες τα απώτατα
     κλητική απώτατοι απώτατες απώτατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απώτατος < αρχαία ελληνική ἀπωτάτω < ἄπωθεν < ἀπό

Επίθετο

απώτατος, -η, -ο

  1. (λόγιο) ο πιο μακρινός (τοπικά ή χρονικά)
     αντώνυμα: εγγύτατος
  2. (λόγιο) ανώτατος, απόλυτος, ο πιο σημαντικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.