κατώτερος

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

κατώτερος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κατώτερος < κάτω [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈto.te.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατώτερος

Επίθετο

κατώτερος, -η, -ο

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατώτερος οι κατώτεροι
      γενική του κατωτέρου των κατωτέρων
    αιτιατική τον κατώτερο τους κατωτέρους
     κλητική κατώτερε κατώτεροι
Δείτε την αντίστοιχη κλίση στο επίθετο κατώτερος.
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

κατώτερος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.