ἔσχατος
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- ἔσχατος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ἔσχατος, -η, -ον (και -ος, -ος, -ον), συγκριτικός : ἐσχατώτερος, υπερθετικός : ἐσχατώτατος
- (για τόπο) ο πιο μακρινός, απώτατος, τελευταίος
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Τραχίνιαι, 1100
- δράκοντα μήλων φύλακ᾽ ἐπ᾽ ἐσχάτοις τόποις.
- και το δράκοντα που φύλαε τα χρυσά τα μήλα πέρα στα πέρατα της γης·
- Μετάφραση (2015): Ι.Ν. Γρυπάρης @greek‑language.gr
- δράκοντα μήλων φύλακ᾽ ἐπ᾽ ἐσχάτοις τόποις.
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Τραχίνιαι, 1100
- ανώτερος, υψηλότερος, δεσπόζων
- κατώτατος, βαθύτατος
- τελευταίος, έσχατος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Ἴωνw, 535e
- Οἶσθα οὖν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ θεατὴς τῶν δακτυλίων ὁ ἔσχατος,
- Βλέπεις λοιπόν ότι ο θεατής είναι το τελευταίο από τα δαχτυλίδια
- Μετάφραση (2002): Νίκος Μ. Σκουτερόπουλος. Αθήνα: Εκδόσεις Εκκρεμές. @greek‑language.gr
- Οἶσθα οὖν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ θεατὴς τῶν δακτυλίων ὁ ἔσχατος,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Ἴωνw, 535e
- (για βαθμό) ανώτατος, ύψιστος
- (για βάσανα, πάθη, πόνους) υπέρτατος, ύψιστος, χείριστος, ο πιο δυσάρεστος
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου δ′, 15
- τούτων μὲν ἐπιθυμεῖν καὶ ὑπὲρ τοῦ ταῦτα λαβεῖν καὶ πόνους καὶ χειμῶνας καὶ τοὺς ἐσχάτους κινδύνους ὑπομένειν,
- και ότι, προκειμένου να αποκτήσει αυτά, υπομένει κόπους και κακουχίες και διατρέχει τους έσχατους κινδύνους,
- Μετάφραση (2004): Α.Ι. Γιαγκόπουλος - Μ. Αραποπούλου, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- τούτων μὲν ἐπιθυμεῖν καὶ ὑπὲρ τοῦ ταῦτα λαβεῖν καὶ πόνους καὶ χειμῶνας καὶ τοὺς ἐσχάτους κινδύνους ὑπομένειν,
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου δ′, 15
- (για χρόνο) τελευταίος, έσχατος
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἀνδρομάχη, 1081-1082
- ὦ μοῖρα, γήρως ἐσχάτοις πρὸς τέρμασιν | οἵα με τὸν δύστηνον ἀμφιβᾶσ᾽ ἔχεις.
- Ω μοίρα, τώρα στα στερνά μου γηρατειά | πόσο σκληρά με πολεμάς, τον δύστυχο.
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής @greek‑language.gr
- ὦ μοῖρα, γήρως ἐσχάτοις πρὸς τέρμασιν | οἵα με τὸν δύστηνον ἀμφιβᾶσ᾽ ἔχεις.
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἀνδρομάχη, 1081-1082
- (για άνθρωπο) κατώτερος, ο πιο τιποτένιος
Συγγενικά
- δευτερέσχατος
- ἐσχατάω
- ἐσχατεύω
- ἐσχατιά
- ἐσχατιή
- ἐσχάτιος
- ἐσχατιώτης
- ἐσχατίζω
- ἐσχατόγηρος
- ἐσχατόγηρως
- ἐσχατοκόλλιον
- ἐσχατόων
- κακέσχατος
- πανέσχατος
- παρέσχατος
- περιέσχατα
Εκφράσεις
- ἐπ' ἐσχάτῳ: στο τέλος
- ἐξ ἐσχάτων εἰς ἔσχατα: από το ένα άκρο στο άλλο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 100.1
- καὶ διεξελαύνων ἐπὶ ἅρματος παρὰ ἔθνος ἓν ἕκαστον ἐπυνθάνετο, καὶ ἀπέγραφον οἱ γραμματισταί, ἕως ἐξ ἐσχάτων ἐς ἔσχατα ἀπίκετο καὶ τῆς ἵππου καὶ τοῦ πεζοῦ.
- και περνώντας ανεβασμένος σε άρμα μπροστά απ᾽ τα διάφορα έθνη, ρωτούσε κι έπαιρνε πληροφορίες κι οι γραμματικοί του κατέγραφαν τις απαντήσεις, ωσότου έφτασε απ᾽ το ένα άκρο στο άλλο και του ιππικού και του πεζικού.
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- καὶ διεξελαύνων ἐπὶ ἅρματος παρὰ ἔθνος ἓν ἕκαστον ἐπυνθάνετο, καὶ ἀπέγραφον οἱ γραμματισταί, ἕως ἐξ ἐσχάτων ἐς ἔσχατα ἀπίκετο καὶ τῆς ἵππου καὶ τοῦ πεζοῦ.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 100.1
- ἐσχάτας ὑπὲρ ῥίζας: πάνω από το τελευταίο παρακλάδι της γενιάς
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Ἀντιγόνη, 599-600
- νῦν γὰρ ἐσχάτας ὑπὲρ | ῥίζας ἐτέτατο φάος ἐν Οἰδίπου δόμοις·
- Νά τώρα, ότι που σηκώθηκε ένα φως πάνω | απ᾽ την τελευταία ρίζα στο σπίτι του Οιδίπου,
- Μετάφραση (1912): Κωνσταντίνος Χρηστομάνος @greek‑language.gr
- νῦν γὰρ ἐσχάτας ὑπὲρ | ῥίζας ἐτέτατο φάος ἐν Οἰδίπου δόμοις·
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Ἀντιγόνη, 599-600
- ἔσχατοι ἀνδρῶν: οι Αιθίοπες
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 23
- Αἰθίοπας, τοὶ διχθὰ δεδαίαται, ἔσχατοι ἀνδρῶν
- οι Αιθίοπες στις δύο άκρες του κόσμου μοιρασμένοι·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Αἰθίοπας, τοὶ διχθὰ δεδαίαται, ἔσχατοι ἀνδρῶν
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 23
- ἔσχατοι ἄλλων: οι Θράκες, που ήταν οι τελευταίοι στις τάξεις των Τρώων
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 434
- Θρήϊκες οἵδ᾽ ἀπάνευθε νεήλυδες, ἔσχατοι ἄλλων·.
- ιδού οι Θράκες νιόφερτοι και ανάμερα στην άκρην ύστεροι απ᾽ όλους
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Θρήϊκες οἵδ᾽ ἀπάνευθε νεήλυδες, ἔσχατοι ἄλλων·.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 434
- ἐς τὸ ἔσχατον: μέχρι τέλους, τελευταία
- εἰς τὸ ἔσχατον ή εἰς τὰ ἔσχατα: πάρα πολύ
- (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἔσχατον:
- (το ουδ. εν. ή πληθ. ως ουσ.) τὸ ἔσχατον (:το πιο ακραίο σημείο, το ακρότατο όριο) ή τὰ ἔσχατα (: τα άκρα, τα πέρατα)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 25.1
- ἐς τὰ ἔσχατα γῆς ἔμελλε στρατεύεσθαι·
- επρόκειτο να εκστρατεύσει στην άλλη άκρη του κόσμου·
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἐς τὰ ἔσχατα γῆς ἔμελλε στρατεύεσθαι·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 25.1
- (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (στον Αριστοτέλη) τὰ ἔσχατα: τα τελευταία των κατώτερων υποδιαιρέσεων, τα είδη, τα άτομα
- (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἔσχατοι:
- οι εθνικοί
- οι άνθρωποι σε αντιδιαστολή με τους αγγέλους
- (στη λογική) ὁ ἔσχατος ὅρος: ο τελευταίος όρος, ο ελάσσων όρος
- τάξις ἐσχάτη: το πιο απομακρυσμένο μέρος του στρατού
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Αἴας, 3-4
- καὶ νῦν ἐπὶ σκηναῖς σε ναυτικαῖς ὁρῶ | Αἴαντος, ἔνθα τάξιν ἐσχάτην ἔχει,
- Όπως και τώρα από ώρα σε κοιτώ στις ναυτικές σκηνές | του Αίαντα να γυροφέρνεις, πέρα στην άλλη άκρη της παράταξης,
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr
- καὶ νῦν ἐπὶ σκηναῖς σε ναυτικαῖς ὁρῶ | Αἴαντος, ἔνθα τάξιν ἐσχάτην ἔχει,
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Αἴας, 3-4
Παροιμίες
Πηγές
- ἔσχατος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἔσχατος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔσχατος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.