άπειρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άπειρος η άπειρη το άπειρο
      γενική του άπειρου της άπειρης του άπειρου
    αιτιατική τον άπειρο την άπειρη το άπειρο
     κλητική άπειρε άπειρη άπειρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άπειροι οι άπειρες τα άπειρα
      γενική των άπειρων των άπειρων των άπειρων
    αιτιατική τους άπειρους τις άπειρες τα άπειρα
     κλητική άπειροι άπειρες άπειρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.pi.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άπειρος
τονικό παρώνυμο: απείρως

Ετυμολογία 1

άπειρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄπειρος < ἀ- στερητικό + πέρας / πεῖρας (ουδέτερο, τέλος)[1]

Επίθετο

άπειρος, -η, -ο

Συγγενικά

Σύνθετα

  • απειρο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα απειρο-, χωρίς τέλος στο Βικιλεξικό

όπως

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

άπειρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄπειρος < ἀ- στερητικό + πεῖρα[1]

Επίθετο

άπειρος, -η, -ο

Συγγενικά

Σύνθετα

  • απειρο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα απειρο-, χωρίς πείρα στο Βικιλεξικό

όπως

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.