απειρότεχνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απειρότεχνος η απειρότεχνη το απειρότεχνο
      γενική του απειρότεχνου της απειρότεχνης του απειρότεχνου
    αιτιατική τον απειρότεχνο την απειρότεχνη το απειρότεχνο
     κλητική απειρότεχνε απειρότεχνη απειρότεχνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απειρότεχνοι οι απειρότεχνες τα απειρότεχνα
      γενική των απειρότεχνων των απειρότεχνων των απειρότεχνων
    αιτιατική τους απειρότεχνους τις απειρότεχνες τα απειρότεχνα
     κλητική απειρότεχνοι απειρότεχνες απειρότεχνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απειρότεχνος < (ελληνιστική κοινή) ἀπειρότεχνος

Επίθετο

απειρότεχνος, -η, -ο

  1. που δεν έχει ιδέα από τέχνη
  2. (κατ’ επέκταση) αδέξιος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.