απειρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απειρία οι απειρίες
      γενική της απειρίας των απειριών
    αιτιατική την απειρία τις απειρίες
     κλητική απειρία απειρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απειρία < αρχαία ελληνική ἀπειρία

Ουσιαστικό

απειρία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.