απέραντος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απέραντος η απέραντη το απέραντο
      γενική του απέραντου της απέραντης του απέραντου
    αιτιατική τον απέραντο την απέραντη το απέραντο
     κλητική απέραντε απέραντη απέραντο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απέραντοι οι απέραντες τα απέραντα
      γενική των απέραντων των απέραντων των απέραντων
    αιτιατική τους απέραντους τις απέραντες τα απέραντα
     κλητική απέραντοι απέραντες απέραντα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απέραντος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπέραντος < στερητικό α- + πέρας

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈpe.ɾan.dos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απέραντος

Επίθετο

απέραντος, -η, -ο

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη πέρας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.