ἄπειρος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἄπειρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄπειρος (σημασία: χωρίς τέλος)

Επίθετο

ἄπειρος

Κλιτικοί τύποι

  • ἄπειρον (ουδέτερο, και ως επίρρημα για το «πάρα πολύ»)
    δουλεύειν ἄπειρον (δουλεύει ασταμάτητα)

Συγγενικά

  • πανάπειρος
  • ὑπεράπειρος

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἄπειρος < ἄ- στερητικό + πεῖρα

Επίθετο

ἄπειρος, ος, ον

  1. (με γενική) άπειρος, χωρίς την εμπειρία, χωρίς ιδιαίτερη πείρα, ασυνήθιστος σε κάτι, άμαθος
    ἄπειρος ἄθλων, καλῶν, κακότητος, τυράννων, τῆς ναυτικῆς, πόνων, νόσων, γνώμης, δικῶν, πολέμων, τοῦ μεγέθους τῆς νήσου, γραμμάτων
    ἄπειρος ἄλλων ἀνδρῶν (για κορίτσι που δεν είχε ερωτικές σχέσεις με άλλον άνδρα πριν από τον σύζυγό της)
    ἄπειρος λέχους ὤν
  2. ο απολύτως αδαής, αμαθής, που δεν έχει ιδέα για κάτι
    γλυκὺ δ᾽ ἀπείροισι πόλεμος

Αντώνυμα

  • ἔμπειρος

Συνώνυμα

  • ἀπείραστος :που δεν έχει δοκιμαστεί σε κάτι ( < πειράζω)
  • ἀπείρητος και δωρικός τύπος ἀπείρατος ( < πειράομαι-πειρῶμαι)

Συγγενικά

  • ἀπειράκις
  • ἀπειρία
  • ἀπειραχώς
  • ἀπειροσύνη
  • Ἀπειραῖος (κάτοικος αχανούς, φανταστικής χώρας στον Ομηρο και κατοπινά, ο Ηπειρώτης για τους Δωρειείς)
  • Ἀπείρηθεν (ο προερχόμενος από την φανταστική αυτή χώρα, τη μεγάλη στεριά στον Ομηρο, και αργότερα από την Ήπειρο για τους Δωριείς)

Σύνθετα

  • ἀπειρο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀπειρο-, χωρίς πείρα στο Βικιλεξικό

όπως

  • ἀπειρόγαμος
  • ἀπειρόδακρυς
  • ἀπειρόδροσος
  • ἀπειρόκακος
  • ἀπειρόκαλος
  • ἀπειροκαλέομαι
  • ἀπειροκαλία
  • ἀπειρολεχής
  • ἀπειρομάχης
  • ἀπειρόπλους
  • ἀπειροπόλεμος

Επίθετο

ἄπειρος, ος, ον

  1. άπειρος, χωρίς τέλος και πιθανόν χωρίς αρχή
    χρόνος ἄπειρος
  2. η πρώτη αρχή, η αρχή των πάντων (ειδικά στον Αναξίμανδρο)
    τό ἄπειρον
  3. εξαιρετικά μεγάλος αριθμός, αναρίθμητος
  4. σε πολύ μεγάλο βαθμό, σε ανυπολόγιστο σημείο
    εἰς ἄπειρον τὴν ἀδικίαν αὐξάνειν

Αντώνυμα

Συγγενικά

  • ἀπείραντος
  • ἀπειρέσιος
  • ἀπειρία
  • ἀπείριτος

Σύνθετα

  • ἀπειρο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀπειρο-, χωρίς τέλος στο Βικιλεξικό
  • ἀπειρολογία
  • ἀπειρομεγέθης

Ουσιαστικό

ἄπειρος

  1. δωρικός τύπος του ἤπειρος (ξηρά, στεριά, αχανής στεριά, τα ηπειρωτικά τμήματα μιας περιοχής ή και νησιού)
    .. λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον (:...θα κατακτούσε την μεγάλη ήπειρο μαζί με τους Δαναούς -Πίνδαρος)
  2. με κεφαλαίο  δείτε τη λέξη Ἤπειρος δωρικός τύπος (βορειοδυτική Ελλάδα)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.