άπειρα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
άπειρα
<
άπειρος
+
-α
Επίρρημα
άπειρα
σε
άπειρη
ποσότητα
απείρως
Συγγενικά
απέραντα
απεριόριστα
πάρα
πολύ
Μεταφράσεις
άπειρα
αγγλικά
:
infinitely
(en)
γαλλικά
:
infiniment
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.