απειροελάχιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απειροελάχιστος | η | απειροελάχιστη | το | απειροελάχιστο |
| γενική | του | απειροελάχιστου | της | απειροελάχιστης | του | απειροελάχιστου |
| αιτιατική | τον | απειροελάχιστο | την | απειροελάχιστη | το | απειροελάχιστο |
| κλητική | απειροελάχιστε | απειροελάχιστη | απειροελάχιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απειροελάχιστοι | οι | απειροελάχιστες | τα | απειροελάχιστα |
| γενική | των | απειροελάχιστων | των | απειροελάχιστων | των | απειροελάχιστων |
| αιτιατική | τους | απειροελάχιστους | τις | απειροελάχιστες | τα | απειροελάχιστα |
| κλητική | απειροελάχιστοι | απειροελάχιστες | απειροελάχιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απειροελάχιστος < σύνθετη λέξη από την αρχαία ελληνική ἄπειρος (λόγ. απειρο-) + ελάχιστος <μτφρδ. γαλλ. infini ment petit, infinitésime
Επίθετο
απειροελάχιστος, -η, -ο
- αυτός που είναι πάρα πολύ μικρός, ώστε δεν είναι ορατός με γυμνό μάτι
- τα μόρια του σώματος είναι απειροελάχιστα
- αυτός που έχει πολύ μικρή σημασία
- η διαφορά ανάμεσα στο Χ και στο Υ είναι απειροελάχιστη
Μεταφράσεις
απειροελάχιστος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.