πείρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η πείρα
      γενική της πείρας
    αιτιατική την πείρα
     κλητική πείρα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πείρα < αρχαία ελληνική πεῖρα < πειρῶμαι

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpi.ɾa/
ομόηχα: πύρα, πήρα
τονικό παρώνυμο: πυρά

Ουσιαστικό

πείρα θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • η γνώση που προσφέρει η πρακτική ενασχόληση με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο·
    είναι παιδί ακόμα, δεν έχει πείρα της ζωής

Συγγενικά

Σημειώσεις

  • δεν είναι συνώνυμη με την εμπειρία η οποία συνήθως αναφέρεται σε μεμονωμένα βιώματα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.