απειροστημόριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απειροστημόριο τα απειροστημόρια
      γενική του απειροστημόριου των απειροστημόριων
    αιτιατική το απειροστημόριο τα απειροστημόρια
     κλητική απειροστημόριο απειροστημόρια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απειροστημόριο < (ελληνιστική κοινή) ἀπειροστημόριον

Ουσιαστικό

απειροστημόριο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.