άμετρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άμετρος | η | άμετρη | το | άμετρο |
| γενική | του | άμετρου | της | άμετρης | του | άμετρου |
| αιτιατική | τον | άμετρο | την | άμετρη | το | άμετρο |
| κλητική | άμετρε | άμετρη | άμετρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άμετροι | οι | άμετρες | τα | άμετρα |
| γενική | των | άμετρων | των | άμετρων | των | άμετρων |
| αιτιατική | τους | άμετρους | τις | άμετρες | τα | άμετρα |
| κλητική | άμετροι | άμετρες | άμετρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άμετρος < αρχαία ελληνική ἄμετρος < ἀ- + μέτρον
Επίθετο
άμετρος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μέτρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.