άμαξα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | άμαξα | οι | άμαξες |
| γενική | της | άμαξας & αμάξης |
των | αμαξών |
| αιτιατική | την | άμαξα | τις | άμαξες |
| κλητική | άμαξα | άμαξες | ||
| Ο δεύτερος τύπος της γενικής, λόγιος, στην έκφραση εξ αμάξης. | ||||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

πορτρέτο κυρίου σε άμαξα (ανώνυμος καλλιτέχνης, μεταξύ 1850-1860)

επιβατική άμαξα σε τρένο
Ετυμολογία
- άμαξα < αρχαία ελληνική ἅμαξα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.ma.ksa/
Ουσιαστικό
άμαξα θηλυκό
- (μέσο μεταφορών) όχημα με τροχούς που έλκεται συνήθως από άλογο
- όχημα ως τμήμα μιας αμαξοστοιχίας
- (αστερισμός) η Μεγάλη Άρκτος
Συγγενικά
- αμαξ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
(Χρειάζεται επεξεργασία)
- αμαξάδα
- αμαξάδικο
- αμαξάδικος
- αμαξάκι
- αμαξάλογο
- αμαξάρα
- αμαξάς
- αμαξηλάτης
- αμαξιάτικα
- αμαξίδιο
- αμαξιτός
- αμαξοδηγός
- αμαξοκαραγωγέας
- αμαξοπηγός
- αμαξοποιείο
- αμαξοποιία
- αμαξοποιός
- αμαξόπορτα
- αμαξοσπάστης
- αμαξοστασιάρχης
- αμαξοστάσιο
- αμαξοστοιχία
- αμαξοτροχιά
- αμαξουργείο
- αμαξουργία
- αμαξουργός
- αμαξοφόρτωμα
- αμάξωμα
- αμαξωτός
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.