Wagen

Γερμανικά (de)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

Wagen (de) αρσενικό

  1. (μέσο μεταφορών) το αυτοκίνητο
    der Wagen ist grün - το αυτοκίνητο είναι πράσινο
     συνώνυμα: Auto
  2. (μέσο μεταφορών) η άμαξα
  3. (μέσο μεταφορών) το βαγόνι
  4. το καρότσι
  5. το φορείο

Συγγενικά

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.