coach
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- coach < μέση γαλλική coche → και δείτε περισσότερα στο κόουτς
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| coach | coaches |
coach (en)
Ρήμα
| ενεστώτας | coach |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | coaches |
| αόριστος | coached |
| παθητική μετοχή | coached |
| ενεργητική μετοχή | coaching |
coach (en)
- (μεταβατικό) προπονώ, προγυμνάζω, εκπαιδεύω κάποιον να παίξει ένα άθλημα, να κάνει μια δουλειά καλύτερα ή να βελτιώσει μια ικανότητα
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| coach | coachs |
Ετυμολογία
- coach < (άμεσο δάνειο) αγγλική coach → και δείτε περισσότερα στο κόουτς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.