Kutsche

Γερμανικά (de)

Ετυμολογία

Kutsche < (άμεσο δάνειο) ουγγρική kocsi < ουγγρικό χωριό wikt:en:Kocs  και δείτε τη λέξη κόουτς

Προφορά

 

Ουσιαστικό

Kutsche (de) θηλυκό

  1. (μέσο μεταφορών) η άμαξα
  2. (μέσο μεταφορών) το κάρο

Πηγές

  • Kutsche - Duden online.
  • Kutsche - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.