αμαξοδηγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμαξοδηγός οι αμαξοδηγοί
      γενική του αμαξοδηγού των αμαξοδηγών
    αιτιατική τον αμαξοδηγό τους αμαξοδηγούς
     κλητική αμαξοδηγέ αμαξοδηγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμαξοδηγός < άμαξα + -ο- + οδηγός

Ουσιαστικό

αμαξοδηγός αρσενικό

  1. (επάγγελμα) οδηγός μιας άμαξας
  2. μηχανοδηγός ενός τρένου

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.