βρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βρίζω < αρχαία ελληνική ὑβρίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvɾi.zo/
Ρήμα
βρίζω , πρτ.: έβριζα, στ.μέλλ.: θα βρίσω, αόρ.: έβρισα, παθ.φωνή: βρίζομαι
- (μεταβατικό) εκτοξεύω εναντίον κάποιου βρισιές, λέξεις ή φράσεις επιθετικές, προσβλητικές, χυδαίες ή ασεβείς προς τα θεία
- (αμετάβατο) χρησιμοποιώ στο λόγο μου υβριστικές εκφράσεις
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βρίζω | έβριζα | θα βρίζω | να βρίζω | βρίζοντας | |
| β' ενικ. | βρίζεις | έβριζες | θα βρίζεις | να βρίζεις | βρίζε | |
| γ' ενικ. | βρίζει | έβριζε | θα βρίζει | να βρίζει | ||
| α' πληθ. | βρίζουμε | βρίζαμε | θα βρίζουμε | να βρίζουμε | ||
| β' πληθ. | βρίζετε | βρίζατε | θα βρίζετε | να βρίζετε | βρίζετε | |
| γ' πληθ. | βρίζουν(ε) | έβριζαν βρίζαν(ε) |
θα βρίζουν(ε) | να βρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έβρισα | θα βρίσω | να βρίσω | βρίσει | ||
| β' ενικ. | έβρισες | θα βρίσεις | να βρίσεις | βρίσε | ||
| γ' ενικ. | έβρισε | θα βρίσει | να βρίσει | |||
| α' πληθ. | βρίσαμε | θα βρίσουμε | να βρίσουμε | |||
| β' πληθ. | βρίσατε | θα βρίσετε | να βρίσετε | βρίστε | ||
| γ' πληθ. | έβρισαν βρίσαν(ε) |
θα βρίσουν(ε) | να βρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βρίσει | είχα βρίσει | θα έχω βρίσει | να έχω βρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις βρίσει | είχες βρίσει | θα έχεις βρίσει | να έχεις βρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει βρίσει | είχε βρίσει | θα έχει βρίσει | να έχει βρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βρίσει | είχαμε βρίσει | θα έχουμε βρίσει | να έχουμε βρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε βρίσει | είχατε βρίσει | θα έχετε βρίσει | να έχετε βρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βρίσει | είχαν βρίσει | θα έχουν βρίσει | να έχουν βρίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βρίζομαι | βριζόμουν(α) | θα βρίζομαι | να βρίζομαι | ||
| β' ενικ. | βρίζεσαι | βριζόσουν(α) | θα βρίζεσαι | να βρίζεσαι | (βρίζου) | |
| γ' ενικ. | βρίζεται | βριζόταν(ε) | θα βρίζεται | να βρίζεται | ||
| α' πληθ. | βριζόμαστε | βριζόμαστε βριζόμασταν |
θα βριζόμαστε | να βριζόμαστε | ||
| β' πληθ. | βρίζεστε | βριζόσαστε βριζόσασταν |
θα βρίζεστε | να βρίζεστε | (βρίζεστε) | |
| γ' πληθ. | βρίζονται | βρίζονταν βριζόντουσαν |
θα βρίζονται | να βρίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βρίστηκα | θα βριστώ | να βριστώ | βριστεί | ||
| β' ενικ. | βρίστηκες | θα βριστείς | να βριστείς | βρίσου | ||
| γ' ενικ. | βρίστηκε | θα βριστεί | να βριστεί | |||
| α' πληθ. | βριστήκαμε | θα βριστούμε | να βριστούμε | |||
| β' πληθ. | βριστήκατε | θα βριστείτε | να βριστείτε | βριστείτε | ||
| γ' πληθ. | βρίστηκαν βριστήκαν(ε) |
θα βριστούν(ε) | να βριστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω βριστεί | είχα βριστεί | θα έχω βριστεί | να έχω βριστεί | ||
| β' ενικ. | έχεις βριστεί | είχες βριστεί | θα έχεις βριστεί | να έχεις βριστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει βριστεί | είχε βριστεί | θα έχει βριστεί | να έχει βριστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε βριστεί | είχαμε βριστεί | θα έχουμε βριστεί | να έχουμε βριστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε βριστεί | είχατε βριστεί | θα έχετε βριστεί | να έχετε βριστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν βριστεί | είχαν βριστεί | θα έχουν βριστεί | να έχουν βριστεί | ||
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.