αμαξάδικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμαξάδικο τα αμαξάδικα
      γενική του αμαξάδικου των αμαξάδικων
    αιτιατική το αμαξάδικο τα αμαξάδικα
     κλητική αμαξάδικο αμαξάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμαξάδικο < αμαξ(άς) + -άδικο

Ουσιαστικό

αμαξάδικο ουδέτερο

  1. (προφορικό) αμαξοποιείο, αμαξουργείο
  2. αμαξοστάσιο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.