καρότσι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρότσι τα καρότσια
      γενική του καροτσιού των καροτσιών
    αιτιατική το καρότσι τα καρότσια
     κλητική καρότσι καρότσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρότσι < καρότσα + υποκοριστικό επίθημα

Ουσιαστικό

καρότσι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.