αμαξάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμαξάκι τα αμαξάκια
      γενική
    αιτιατική το αμαξάκι τα αμαξάκια
     κλητική αμαξάκι αμαξάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμαξάκι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αμαξάκι ουδέτερο

  1. μικρό αυτοκίνητο
  2. μικρή άμαξα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.