αμάξι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αμάξι | τα | αμάξια |
| γενική | του | αμαξιού | των | αμαξιών |
| αιτιατική | το | αμάξι | τα | αμάξια |
| κλητική | αμάξι | αμάξια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμάξι < αρχαία ελληνική ἁμάξιον < ἅμαξα
Ουσιαστικό
αμάξι ουδέτερο
- όχημα με τέσσερις τροχούς που το τραβάει ένα ή περισσότερα ζώα, συνήθως άλογα, άμαξα
- το αυτοκίνητο
- αμαξάκι
- αμαξάρα
Συγγενικά
- αμαξάκι
- αμαξάρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.