αμαξάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμαξάδα οι αμαξάδες
      γενική της αμαξάδας
    αιτιατική την αμαξάδα τις αμαξάδες
     κλητική αμαξάδα αμαξάδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αμαξάδα στο πάρκο

Ετυμολογία

αμαξάδα < άμαξ(α) + -άδα

Προφορά

ΔΦΑ : /a.maˈksa.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμαξάδα

Ουσιαστικό

αμαξάδα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.