βαγόνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βαγόνι | τα | βαγόνια |
| γενική | του | βαγονιού | των | βαγονιών |
| αιτιατική | το | βαγόνι | τα | βαγόνια |
| κλητική | βαγόνι | βαγόνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

παλιό βαγόνι αμαξοστοιχίας
Προφορά
- ΔΦΑ : /vaˈɣo.ni/
Ουσιαστικό
βαγόνι ουδέτερο
- σιδηροδρομικό όχημα χωρίς δική του μηχανή, μέρος ενός συρμού
- (συνεκδοχικά) φορτίο που μπορεί να χωρέσει σε ένα σιδηροδρομικό όχημα
Συγγενικά
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.