αρμοδιότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρμοδιότητα οι αρμοδιότητες
      γενική της αρμοδιότητας των αρμοδιοτήτων
    αιτιατική την αρμοδιότητα τις αρμοδιότητες
     κλητική αρμοδιότητα αρμοδιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρμοδιότητα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αρμοδιότητα θηλυκό

  1. το καθήκον, η υποχρέωση κάποιου
  2. η ιδιότητα του αρμόδιος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.