αμαξηλάτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αμαξηλάτης | οι | αμαξηλάτες |
| γενική | του | αμαξηλάτη | των | αμαξηλατών |
| αιτιατική | τον | αμαξηλάτη | τους | αμαξηλάτες |
| κλητική | αμαξηλάτη | αμαξηλάτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμαξηλάτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἁμαξηλάτης[1] < ἅμαξα + ἐλαύνω. Μορφολογικά αναλύεται σε άμαξ(α) + -ηλάτης
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ma.ksiˈla.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μα‐ξη‐λά‐της
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη αμαξάς
Μεταφράσεις
αμαξηλάτης
|
Αναφορές
- αμαξηλάτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.