αμαξοστάσιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμαξοστάσιο τα αμαξοστάσια
      γενική του αμαξοστάσιου
& αμαξοστασίου
των αμαξοστάσιων
& αμαξοστασίων
    αιτιατική το αμαξοστάσιο τα αμαξοστάσια
     κλητική αμαξοστάσιο αμαξοστάσια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αμαξοστάσιο λεωφορείων στην Αγγλία
σιδηροδρομικό αμαξοστάσιο στην Ιαπωνία

Ετυμολογία

αμαξοστάσιο < άμαξα + -στάσιο

Ουσιαστικό

αμαξοστάσιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.