Ουρανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ουρανός | ||
| γενική | του | Ουρανού | ||
| αιτιατική | τον | Ουρανό | ||
| κλητική | Ουρανέ | |||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ουρανός < αρχαία ελληνική Οὐρανός, ο πατέρας του Κρόνου στην ελληνική μυθολογία
- αστρονομία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική Uranus < αρχαία ελληνική Οὐρανός
Προφορά
- ΔΦΑ : /u.ɾaˈnos/
Κύριο όνομα

ο πλαντήτης Ουρανός
Ουρανός αρσενικό στον ενικό
- (ελληνική μυθολογία) θεός των αρχαίων Ελλήνων, ο πρώτος πατέρας των θεών που ενώθηκε με τη Γαία κι εκθρονίστηκε από το γιο του τον Κρόνο
- (αστρονομία) ο έβδομος σε απόσταση από τον Ήλιο πλανήτης του ηλιακού συστήματος που ανακαλύφθηκε το 1781 από τον Βρετανό αστρονόμο William Herschel
Μεταφράσεις
ο πλανήτης Ουρανός
ο θεός Ουρανός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.