εκθρονίζω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ek.θɾoˈni.zo/
Ρήμα
εκθρονίζω
- απομακρύνω, συνήθως με τη βία, κάποιον από το θρόνο του ή την εξουσία
- (μεταφορικά) εκτοπίζω κάποιον από την κορυφή κάποιου αξιολογικού πίνακα
Συγγενικά
Αντώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκθρονίζω | εκθρόνιζα | θα εκθρονίζω | να εκθρονίζω | εκθρονίζοντας | |
| β' ενικ. | εκθρονίζεις | εκθρόνιζες | θα εκθρονίζεις | να εκθρονίζεις | εκθρόνιζε | |
| γ' ενικ. | εκθρονίζει | εκθρόνιζε | θα εκθρονίζει | να εκθρονίζει | ||
| α' πληθ. | εκθρονίζουμε | εκθρονίζαμε | θα εκθρονίζουμε | να εκθρονίζουμε | ||
| β' πληθ. | εκθρονίζετε | εκθρονίζατε | θα εκθρονίζετε | να εκθρονίζετε | εκθρονίζετε | |
| γ' πληθ. | εκθρονίζουν(ε) | εκθρόνιζαν εκθρονίζαν(ε) |
θα εκθρονίζουν(ε) | να εκθρονίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκθρόνισα | θα εκθρονίσω | να εκθρονίσω | εκθρονίσει | ||
| β' ενικ. | εκθρόνισες | θα εκθρονίσεις | να εκθρονίσεις | εκθρόνισε | ||
| γ' ενικ. | εκθρόνισε | θα εκθρονίσει | να εκθρονίσει | |||
| α' πληθ. | εκθρονίσαμε | θα εκθρονίσουμε | να εκθρονίσουμε | |||
| β' πληθ. | εκθρονίσατε | θα εκθρονίσετε | να εκθρονίσετε | εκθρονίστε | ||
| γ' πληθ. | εκθρόνισαν εκθρονίσαν(ε) |
θα εκθρονίσουν(ε) | να εκθρονίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκθρονίσει | είχα εκθρονίσει | θα έχω εκθρονίσει | να έχω εκθρονίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκθρονίσει | είχες εκθρονίσει | θα έχεις εκθρονίσει | να έχεις εκθρονίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εκθρονίσει | είχε εκθρονίσει | θα έχει εκθρονίσει | να έχει εκθρονίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκθρονίσει | είχαμε εκθρονίσει | θα έχουμε εκθρονίσει | να έχουμε εκθρονίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκθρονίσει | είχατε εκθρονίσει | θα έχετε εκθρονίσει | να έχετε εκθρονίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκθρονίσει | είχαν εκθρονίσει | θα έχουν εκθρονίσει | να έχουν εκθρονίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.