εκθρονίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκθρονίζω < γαλλική détrôner
Η λέξη μαρτυρείται από το 1826

Προφορά

ΔΦΑ : /ek.θɾoˈni.zo/

Ρήμα

εκθρονίζω

  1. απομακρύνω, συνήθως με τη βία, κάποιον από το θρόνο του ή την εξουσία
  2. (μεταφορικά) εκτοπίζω κάποιον από την κορυφή κάποιου αξιολογικού πίνακα

Συγγενικά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.