I
Αυτή η σελίδα είναι για το λατινικό I. Για το ελληνικό, δείτε Ι.
Διεθνείς όροι
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɪ/
Σύμβολο
Αντωνυμία
I (en) (ονομαστική ενικού, α' προσώπου αιτιατική: me, αυτοπαθής: myself, κτητική αντωνυμία: mine, κτητικός προσδιοριστής: my)
αγγλικές αντωνυμίες - English pronouns
Αζεριανά (az)
Δανικά (da)
Ετυμολογία
- I < → λείπει η ετυμολογία
Γερμανικά (de)
Ετυμολογία
- I < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.