yourselves

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

yourselves < your + -selves, πληθυντικός του -self < self

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

yourselves (en) (αυτοπαθής αντωνυμία) πληθυντικός αριθμός του yourself, αυτοπάθεια της προσωπικής αντωνυμίας you

  • τον εαυτό σας, οι ίδιοι
    Don’t delude yourselves.
    Μην κοροϊδεύετε τον εαυτό σας.
  • (εμφατικό) οι ίδιοι
    You will make it yourselves.
    Θα το φτιάξετε οι ίδιοι.

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.