thou
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- thou < αγγλοσαξονικά þū
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðaʊ/
Σημειώσεις
- το thou χρησιμοποιείται με την αρχαϊκή μορφή του δεύτερου ενικού προσώπου των ρημάτων, μορφή η οποία λήγει συνήθως σε -est, όπως για παράδειγμα στο “Lovest thou me?”. Μεταξύ των εξαιρέσεων (ρηματικοί τύποι χωρίς s) βρίσκουμε το art (από το ρήμα be), το shalt από το ρήμα shall και το wilt (από το ρήμα will).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.