Ile
Διεθνείς όροι
Συντομομορφή
Ile (ιώτα λατινικό κεφαλαίο ακολουθούμενο από λάμδα λατινικό μικρό)
- (βιοχημεία) συντομογραφία του αμινοξέος ισολευκίνη. Συμβολίζεται και με I
Φινλανδικά (fi)
Ετυμολογία
- Ile < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 , φύλλο Miehet kaikki
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.