thy
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- thy < (κληρονομημένο) μέση αγγλική thi
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðaɪ/
- ⓘ
Αντωνυμία
- (παρωχημένο ή λόγιο) που σου ανήκει, που σου ανήκει: σου
- thy spirit - το πνεύμα σου, η ψυχή σου
Σημειώσεις
- Χρησιμοποιείται πριν ουσιαστικό ή επίθετο που αρχίζει με σύμφωνο ή με <h> που προφέρεται.
Διαφορετικά, χρησιμοποιείται το thine.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.