him

Αγγλικά (en)

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

him (en)

  • (προσωπική αντωνυμία) αιτιατική ενικού του he (αρσενικό): αυτόν, τον, του
    I told him.
    Του είπα.
    She gave it to him.
    Του το έδωσε. ((αυτή) το έδωσε σε αυτόν.)
    We lifted him up.
    Τον σηκώσαμε.
    luckily for him - ευτυχώς γι' αυτόν

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.