possessive determiner
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| possessive determiner | possessive determiners |
Πολυλεκτικός όρος
possessive determiner (en)
- (γραμματική) ο κτητικός προσδιοριστής: ένα είδος determiner που παρουσιάζει την κατοχή του πράγματος που αναφέρεται στο επόμενο ουσιαστικό. Οι κτητικοί προσδιοριστοί μπαίνουν πάντα μπροστά από τα ουσιαστικά καθώς τα προσδιορίζουν, τους δίνουν δηλαδή μια ιδιότητα (δηλώνουν σε ποιον ανήκει κάτι). Λειτουργούν, με άλλα λόγια, ως επιθετικοί προσδιορισμοί - επίθετα.
Υπερώνυμα
-
possessive determiner στην αγγλική Βικιπαίδεια

αγγλικές αντωνυμίες - English pronouns
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.