her

Αγγλικά (en)

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

her (en) (προσωπική αντωνυμία)

  • αιτιατική ενικού του she (θηλυκό): αυτήν, την, της
    I told her.
    Της είπα. (είπα σ' αυτήν)
    She gave it to her.
    Της το έδωσε. (Το έδωσε σε αυτήν.)
    We lifted her up.
    Την σηκώσαμε.

Προσδιοριστής

her (en) (κτητικός προσδιοριστής του she)

  • της, δικός της
    It is her bike.
    Είναι το ποδήλατό της. (Είναι το δικό της ποδήλατο.)
     συνώνυμα: (εμφατικά) her own
     δείτε την κτητική αντωνυμία hers



Αγγλοσαξονικά (ang)

Επίρρημα

her (ang)



Δανικά (da)

Επίρρημα

her (da)



Νορβηγικά (no)

Επίρρημα

her (no)



Φεροϊκά (fo)

Επίρρημα

her (fo)



Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

her < (άμεσο δάνειο) περσική هر (har)

Αντωνυμία

her (tr)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.