-ωπός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ωπός η -ωπή το -ωπό
      γενική του -ωπού της -ωπής του -ωπού
    αιτιατική τον -ωπό τη(ν) -ωπή το -ωπό
     κλητική -ωπέ -ωπή -ωπό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ωποί οι -ωπές τα -ωπά
      γενική των -ωπών των -ωπών των -ωπών
    αιτιατική τους -ωπούς τις -ωπές τα -ωπά
     κλητική -ωποί -ωπές -ωπά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-ωπός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ωπός (μοιάζει με),[1] σταδιακά, με υποκοριστική σημασία[2] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ς προέλευσης

Προφορά

ΔΦΑ : /oˈpos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πος

Επίθημα

-ωπός, -ή, -ό

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ωπός στο Βικιλεξικό

Αναφορές

  1. -ωπός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

  • -ωπός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / -ωπός τὸ -ωπόν
      γενική τοῦ/τῆς -ωποῦ τοῦ -ωποῦ
      δοτική τῷ/τῇ -ωπ τῷ -ωπ
    αιτιατική τὸν/τὴν -ωπόν τὸ -ωπόν
     κλητική ! -ωπέ -ωπόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ -ωποί τὰ -ωπᾰ́
      γενική τῶν -ωπῶν τῶν -ωπῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς -ωποῖς τοῖς -ωποῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς -ωπούς τὰ -ωπᾰ́
     κλητική ! -ωποί -ωπᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ -ωπώ τὼ -ωπώ
      γεν-δοτ τοῖν -ωποῖν τοῖν -ωποῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-ωπός < θέμα -ωπ- + -ός < όπως στο ὄπ-ωπ-α (ως παρακεπίμενος του ὄψομαι, ὁράω) ή όπως στο ὤψ (όψη) (-ῶπις) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃ekʷ- [1]

Επίθημα

-ωπός, -ός, -όν

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ωπός στο Βικιλεξικό
  • Λέξεις -ωπός @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.