ἄγριος

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἄγριος ἀγρί
& ἄγριος
τὸ ἄγριον
      γενική τοῦ ἀγρίου τῆς ἀγρίᾱς
& ἀγρίου
τοῦ ἀγρίου
      δοτική τῷ ἀγρί τῇ ἀγρί
& ἀγρί
τῷ ἀγρί
    αιτιατική τὸν ἄγριον τὴν ἀγρίᾱν
& ἄγριον
τὸ ἄγριον
     κλητική ! ἄγριε ἀγρί
& ἄγριε
ἄγριον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἄγριοι αἱ ἄγριαι
& ἄγριοι
τὰ ἄγρι
      γενική τῶν ἀγρίων τῶν ἀγρίων
& ἀγρίων
τῶν ἀγρίων
      δοτική τοῖς ἀγρίοις ταῖς ἀγρίαις
& ἀγρίοις
τοῖς ἀγρίοις
    αιτιατική τοὺς ἀγρίους τὰς ἀγρίᾱς
& ἀγρίους
τὰ ἄγρι
     κλητική ! ἄγριοι ἄγριαι
& ἄγριοι
ἄγρι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀγρίω τὼ ἀγρί
& ἀγρίω
τὼ ἀγρίω
      γεν-δοτ τοῖν ἀγρίοιν τοῖν ἀγρίαιν
& ἀγρίοιν
τοῖν ἀγρίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἄγριος < ἀγρός  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

ἄγριος -α, -ον & (-ος, -ος, -ον), συγκριτικός: ἀγριώτερος, υπερθετικός:  ἀγριώτατος

  1. που ζει στον αγρό, ο άγριος, το αγρίμι
  2. ακαλλιέργητος
  3. αγροίκος, τραχύς, μανιώδης

Παράγωγα

  • ἀγρίως

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.