ξανθός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξανθός | η | ξανθή & ξανθιά |
το | ξανθό |
| γενική | του | ξανθού | της | ξανθής & ξανθιάς |
του | ξανθού |
| αιτιατική | τον | ξανθό | την | ξανθή & ξανθιά |
το | ξανθό |
| κλητική | ξανθέ | ξανθή & ξανθιά |
ξανθό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξανθοί | οι | ξανθές | τα | ξανθά |
| γενική | των | ξανθών | των | ξανθών | των | ξανθών |
| αιτιατική | τους | ξανθούς | τις | ξανθές | τα | ξανθά |
| κλητική | ξανθοί | ξανθές | ξανθά | |||
| Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξανθός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ξανθός. Συγκρίνετε με τη μεσαιωνική ελληνική ξαθός < ξανθός[1] που κληροδοτήθηκε στη δημοτική.[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ksanˈθos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξαν‐θός
- τονικό παρώνυμο: Ξάνθος
Επίθετο
ξανθός, -ή/-ιά, -ό
- που έχει μαλλιά σε χρώμα ανοικτό κίτρινο ή ωχρό σαν τα στάχυα
- που έχει χρυσοκίτρινο χρώμα
- ξαθός (ιδιωματικό, δημοτική)
Εκφράσεις
- ξανθό γένος (ιστορία οι Ρώσοι)
Σύνθετα
- (μεσαιωνικά ελληνικά) ξαθός
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ξανθός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «ξαθός» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Με σημείωση: μεσαιωνικό και δημοτική. Παραθέτει στίχους του Ερωτόκριτου.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ξανθός | ἡ | ξανθή | τὸ | ξανθόν |
| γενική | τοῦ | ξανθοῦ | τῆς | ξανθῆς | τοῦ | ξανθοῦ |
| δοτική | τῷ | ξανθῷ | τῇ | ξανθῇ | τῷ | ξανθῷ |
| αιτιατική | τὸν | ξανθόν | τὴν | ξανθήν | τὸ | ξανθόν |
| κλητική ὦ! | ξανθέ | ξανθή | ξανθόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ξανθοί | αἱ | ξανθαί | τὰ | ξανθᾰ́ |
| γενική | τῶν | ξανθῶν | τῶν | ξανθῶν | τῶν | ξανθῶν |
| δοτική | τοῖς | ξανθοῖς | ταῖς | ξανθαῖς | τοῖς | ξανθοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | ξανθούς | τὰς | ξανθᾱ́ς | τὰ | ξανθᾰ́ |
| κλητική ὦ! | ξανθοί | ξανθαί | ξανθᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ξανθώ | τὼ | ξανθᾱ́ | τὼ | ξανθώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | ξανθοῖν | τοῖν | ξανθαῖν | τοῖν | ξανθοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξανθός < άγνωστης ετυμολογίας. Είχαν προταθεί οι συνδέσεις με λέξεις όπως ξουθός (επίσης άγνωστης ετυμολογίας), η λατινική canus (λευκός, υπόλευκος) ινδοευρωπαϊκής αρχής, ή η ετρουσκική 𐌆𐌀𐌌𐌈𐌉𐌂 (zamθic, χρυσαφής) που δεν ευσταθεί. Πιθανόν προελληνικής αρχής. [1]
Επίθετο
ξανθός, -ή, -όν
- που έχει μαλλιά σε χρώμα ανοιχτό κίτρινο ή ωχρό σαν τα στάχυα
- που έχει χρυσοκίτρινο χρώμα
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Σύνθετα
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ξανθός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ξανθός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.