ἀγριωπός

Νέα ελληνικά (el)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀγριωπός τὸ ἀγριωπόν
      γενική τοῦ/τῆς ἀγριωποῦ τοῦ ἀγριωποῦ
      δοτική τῷ/τῇ ἀγριωπ τῷ ἀγριωπ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀγριωπόν τὸ ἀγριωπόν
     κλητική ! ἀγριωπέ ἀγριωπόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀγριωποί τὰ ἀγριωπᾰ́
      γενική τῶν ἀγριωπῶν τῶν ἀγριωπῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀγριωποῖς τοῖς ἀγριωποῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀγριωπούς τὰ ἀγριωπᾰ́
     κλητική ! ἀγριωποί ἀγριωπᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀγριωπώ τὼ ἀγριωπώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀγριωποῖν τοῖν ἀγριωποῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἀγριωπός < (ἄγριος) ἀγρι- + -ωπός

Επίθετο

ἀγριωπός, -ός, -όν

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.