κίτρινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κίτρινος η κίτρινη το κίτρινο
      γενική του κίτρινου της κίτρινης του κίτρινου
    αιτιατική τον κίτρινο την κίτρινη το κίτρινο
     κλητική κίτρινε κίτρινη κίτρινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κίτρινοι οι κίτρινες τα κίτρινα
      γενική των κίτρινων των κίτρινων των κίτρινων
    αιτιατική τους κίτρινους τις κίτρινες τα κίτρινα
     κλητική κίτρινοι κίτρινες κίτρινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κίτρινος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κίτρινος < κίτρον < λατινική citron[1] < citrus < ετρουσκική [1] < αρχαία ελληνική κέδρος[1] (αντιδάνειο)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈci.tɾi.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κίτρινος

Επίθετο

κίτρινος, -η, -ο

  1. που έχει κίτρινο χρώμα
  2. ωχρός
    φοβήθηκε και έγινε κίτρινος σαν το φλουρί

Συγγενικά

Σύνθετα

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Ετυμολογία

κίτρινος < κίτρον < λατινική citron[1] < citrus < ετρουσκική [1] < αρχαία ελληνική κέδρος[1] (αντιδάνειο)

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.