μοιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μοιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μοιάζω < αρχαία ελληνική ὁμοιάζω με αποβολή του αρχικού φωνήεντος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmɲa.zo/
Ρήμα
μοιάζω
- έχω κοινά χαρακτηριστικά με κάποιον ή κάτι
- προκαλώ την εντύπωση ότι είμαι κάτι που δεν είμαι
- σου μοιάζω για ανόητη, αλλά δεν είμαι
- (γ΄ενικό) μοιάζει να... : δίνει την εντύπωση, φαίνεται να...
Εκφράσεις
- δε σου έμοιασα/μοιάζω : είμαι ανώτερος από εσένα
- δεν του μοιάζει ούτε στο μικρό του δαχτυλάκι : αποδεικνύεται ότι είναι κατώτερος από τον πρόγονό του
- μοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερό : έχουν υπερβολική ομοιότητα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- μοιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.