παραλλαγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παραλλαγή | οι | παραλλαγές |
| γενική | της | παραλλαγής | των | παραλλαγών |
| αιτιατική | την | παραλλαγή | τις | παραλλαγές |
| κλητική | παραλλαγή | παραλλαγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

παλιότερες στολές παραλλαγής του στρατού των ΗΠΑ
Ετυμολογία
- παραλλαγή < αρχαία ελληνική παραλλαγή
Ουσιαστικό
παραλλαγή θηλυκό
- μία ελαφρώς διαφορετική εκδοχή ενός πράγματος (πχ εμπορικού προϊόντος, δημοτικού τραγουδιού κλπ)
- ↪τα δομημένα ομόλογα αποτελούν μια ειδική παραλλαγή των ομολόγων κυμαινόμενου εισοδήματος
- ↪Η παραλογή «του νεκρού αδελφού» απαντά σε διάφορες παραλλαγές.
- συγκεκριμένη τροποποίηση της εμφάνισης και της ενδυμασίας ώστε να συγχέεται με το περιβάλλον
- οι καταδρομείς φορούν στολές παραλλαγής
- (ύφασμα) το στρατιωτικό σχέδιο
- (γεωγραφία) η διαφορά μεταξύ του πραγματικού βορρά και του βορρά που δείχνει η πυξίδα, η παραλλαγή πυξίδας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.