παραλλαγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραλλαγή οι παραλλαγές
      γενική της παραλλαγής των παραλλαγών
    αιτιατική την παραλλαγή τις παραλλαγές
     κλητική παραλλαγή παραλλαγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
παλιότερες στολές παραλλαγής του στρατού των ΗΠΑ

Ετυμολογία

παραλλαγή < αρχαία ελληνική παραλλαγή

Ουσιαστικό

παραλλαγή θηλυκό

  1. μία ελαφρώς διαφορετική εκδοχή ενός πράγματος (πχ εμπορικού προϊόντος, δημοτικού τραγουδιού κλπ)
    τα δομημένα ομόλογα αποτελούν μια ειδική παραλλαγή των ομολόγων κυμαινόμενου εισοδήματος
    Η παραλογή «του νεκρού αδελφού» απαντά σε διάφορες παραλλαγές.
  2. συγκεκριμένη τροποποίηση της εμφάνισης και της ενδυμασίας ώστε να συγχέεται με το περιβάλλον
    οι καταδρομείς φορούν στολές παραλλαγής
  3. (ύφασμα) το στρατιωτικό σχέδιο
  4. (γεωγραφία) η διαφορά μεταξύ του πραγματικού βορρά και του βορρά που δείχνει η πυξίδα, η παραλλαγή πυξίδας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.