-ίλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -ίλα οι -ίλες
      γενική της -ίλας
    αιτιατική τη(ν) -ίλα τις -ίλες
     κλητική -ίλα -ίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ίλα < (άμεσο δάνειο) λατινική -ile (λατινικό μετουσιαστικό επίθημα < -ilis), που δήλωνε τόπο ζώων (equile=στάβλος αλόγων, bovile=βουστάσιο)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα

Επίθημα

-ίλα θηλυκό

  1. παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών που εκφράζουν...
  2. ...χωρίς κατηγορία
    ανατριχίλα, ασπρίλα, γκαρίλα, δρωτσίλα, σπαρίλα

Σημειώσεις

  • στα παρακάτω ουσιαστικά, το -ίλα δεν είναι κατάληξη αλλά αποτελεί μέρος της λέξης
βίλα, καμαρίλα, μαντίλα, μπιμπίλα, μπιρμπίλα, νίλα, ξεφτίλα, πιπίλα, πιτσίλα, σκασίλα, τεκίλα, τροχοβίλα, τσαντίλα, τσατίλα

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.