σπαρίλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπαρίλα οι σπαρίλες
      γενική της σπαρίλας
    αιτιατική τη σπαρίλα τις σπαρίλες
     κλητική σπαρίλα σπαρίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπαρίλα < σπάρος + -ίλα

Ουσιαστικό

σπαρίλα θηλυκό

  • (λαϊκότροπο) τεμπελιά, νωθρότητα
    τον έχει πιάσει σήμερα μια σπαρίλα... ούτε στη δουλειά δεν πήγε...
      Εντάξει , αλλά με ποιους ; Είναι εύκολο να ξεδιαλέξεις δέκα, δώδεκα παίκτες μέσα σ' αυτό το συνονθύλευμα της σπαρίλας και της χαβαλεδοσύνης; Τελικά βρέθηκαν μερικοί, ανάμεσά τους κι εγώ, που ξέραμε μέσες άκρες πώς να σταθούμε... (Αλμπέρτος Ναρ, Σε αναζήτηση ύφους, Εκδόσεις Νεφέλη, 1997, σελ. 31)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.